ἐπηγορία

ἐπηγορία
ἐπηγορίᾱ , ἐπηγορία
accusation
fem nom/voc/acc dual
ἐπηγορίᾱ , ἐπηγορία
accusation
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπηγορίᾳ — ἐπηγορίᾱͅ , ἐπηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επηγορία — ἐπηγορία, η (AM) [επηγορεύω] ονομασία, προσηγορία αρχ. κατηγορία, επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επηγορεύω με επίδραση τού κατηγορία] …   Dictionary of Greek

  • ἐπηγορίας — ἐπηγορίᾱς , ἐπηγορία accusation fem acc pl ἐπηγορίᾱς , ἐπηγορία accusation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγορίαι — ἐπηγορίᾱͅ , ἐπηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγορίαν — ἐπηγορίᾱν , ἐπηγορία accusation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγοριῶν — ἐπηγορία accusation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγορίαις — ἐπηγορία accusation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγορία — ἐπαγορία, η (Α) δωρ. τ. αντί ἐπηγορία μορφή, κατηγορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”